φυτοκοινωνία — η, Ν το σύνολο τών φυτών ενός δεδομένου βιοτόπου ή μιας δεδομένης βιοκοινωνίας, αλλ. φυτοκοινότητα ή φυτική βιοκοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + κοινωνία. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phytocoenosis] … Dictionary of Greek
διάπλαση — Σχηματισμός, διαμόρφωση ή τρόπος με τον οποίο είναι σχηματισμένο ένα σώμα· διαπαιδαγώγηση· η αποκατάσταση μέλους του σώματος που υπέστη κάταγμα. (Βιολ.) Φυτοκοινωνία που, παρά τις διαφορές των διαφόρων ειδών, παρουσιάζει όμοιους βιολογικούς… … Dictionary of Greek
βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την … Dictionary of Greek
κλίμαξ — (I) κλῑμαξ, ακος, ἡ (Α) βλ. κλίμακα. (II) η βιολ. το τελευταίο στάδιο τής διαδοχής που μπορεί να επιτευχθεί από μια φυτοκοινωνία σε μια περιοχή κάτω από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν επί έναν συγκεκριμένο χρόνο, αλλ. κολοφώνας … Dictionary of Greek
ξηροσειρά — η οικολ. πρωτοπόρο φυτοκοινωνία σε μία οικολογική διαδοχή η οποία αναπτύσσεται σε ξηρή περιοχή … Dictionary of Greek
στέπ(π)α — και λόγιος τ. στέππη, η, Ν 1. (βιογεωγρ.) ποώδης φυτοκοινωνία, χαρακτηριστική τών περιοχών με ημίξηρο κλίμα, η οποία αποτελείται κυρίως από αγρωστώδη και ριζωματικά φυτά καθώς και από ακανθώδεις θάμνους και είναι τυπική τής Ασίας και τής… … Dictionary of Greek
τοπογραφικός — ή, ό, ΝΜ [τοπογράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπογραφία 2. φρ. α) «τοπογραφικά σημεία» τα σημεία τού εδάφους που προσδιορίζονται ως προς τη θέση και το ύψος για τη σύνταξη τοπογραφικού χάρτη β) «τοπογραφικός χάρτης» χάρτης… … Dictionary of Greek
φυτικός — ή, ό / φυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φυτόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυτά (α. «φυτικό βασίλειο» το σύνολο τών φυτών β. «φυτικό κύτταρο» γ. «τοῦ ἀλόγου δὲ τὸ μὲν ἔοικε κοινῷ καὶ φυτικῷ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. φυσιολ. (για ανατ. σχηματισμό,… … Dictionary of Greek
φυτοκοινότητα — η, Ν οικολ. η φυτοκοινωνία … Dictionary of Greek
μακία βλάστηση ή διάπλαση — Χαρακτηριστική φυτοκοινωνία ή θαμνώδης διάπλαση, η οποία συναντάται στα μεσογειακού τύπου κλίματα και αποτελείται από υψηλούς θάμνους, ύψους έως 2 μ., με σκληρούς ξυλώδεις κλάδους και μικρά δερματώδη φύλλα, σκούρου πράσινου χρώματος· είναι γνωστά … Dictionary of Greek